αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Full diacritics: κωμηγέτης | Medium diacritics: κωμηγέτης | Low diacritics: κωμηγέτης | Capitals: ΚΩΜΗΓΕΤΗΣ |
Transliteration A: kōmēgétēs | Transliteration B: kōmēgetēs | Transliteration C: komigetis | Beta Code: kwmhge/ths |
κωμηγέτου, ὁ, leader of a κῶμος, OGI97.10 (Egypt, ii B.C., κωμεγ- lapis).
κωμηγέτης ὁ (Α)
αυτός που προΐστατο σε κώμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + -ηγέτης (< ἡγοῦμαι), πρβλ. ιππηγέτης, κυνηγέτης].