κόλλη

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

κόλλη, ἡ (Α)
συγκολλητική ουσία, κόλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. κόλλα.