κόλουσις
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
-εως, ἡ, docking, cutting short, ἡ τῶν ὑπερεχόντων σταχύων κ. Arist.Pol.1311a21, cf. Thphr. CP 2.15.4,5.17.5 (pl.); κ. δυνάμεως Plu.Arist.7.
German (Pape)
[Seite 1475] ἡ, das Verstümmeln, Stutzen, Beschneiden; τῶν ὑπερεχόντων σταχύων Arist. pol. 5, 10; Theophr. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de couper, de rogner.
Étymologie: κολούω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόλουσις -εως, ἡ [κολούω] het snoeien; overdr.: δυνάμεως... κόλουσις beknotting van de macht Plut. Arist. 7.2.
Russian (Dvoretsky)
κόλουσις: εως ἡ срезание (τῶν ὑπερεχόντων σταχύων Arst.).
Greek Monolingual
κόλουσις, ἡ (Α) κολούω
βράχυνση, αποκοπή, κολόβωση (α. «ἡ τῶν ὑπερεχόντων σταχύων κόλουσις», Αριστοτ.
β. «ἡ κόλουσις κωλύσασα τὴν εἰς τὸν ὄγκον βλάστην», Θεόφρ.).
Greek Monotonic
κόλουσις: -εως, ἡ, κόψιμο, σύντμηση, αποκοπή, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
κόλουσις: -εως, ἡ, κολόβωσις, ἀποκοπή, ἡ τῶν ὑπερεχόντων σταχύων κ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 13, πρβλ. Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 4, κτλ.