κύρτωμα

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύρτωμα Medium diacritics: κύρτωμα Low diacritics: κύρτωμα Capitals: ΚΥΡΤΩΜΑ
Transliteration A: kýrtōma Transliteration B: kyrtōma Transliteration C: kyrtoma Beta Code: ku/rtwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A bulge, κ. τοῦ ὀστέου its natural convexity, Hp. Fract.8; μεταφρένου Luc.Ind.7; τὸ κατὰ τὴν ῥάχιν κ. D.S.2.54: in plural, of the earth's convexity, Cleom.1.2, 2.6.
2 rotundity, ἀσκοῦ Hp. Art.47; swelling, Id.Prog.11 (pl.); of sham pregnancy, Id.Prorrh.2.26; outside of bowl of a cup, Ath.11.488d; convex front of half-moon formation, Plb.3.113.8, Onos.21.6.

German (Pape)

[Seite 1538] τό, das Gekrümmte, Gewölbte, die Krümmung, Wölbung, der Bogen; Hippocr. u. Folgde; μηνοειδές, von einer Schlachtordnung in halbmondförmigem Bogen, Pol. 3, 113, 8. 115, 7 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 courbure ; convexité;
2 bosse.
Étymologie: κυρτόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύρτωμα -ατος, τό [κυρτόω] kromming, zwelling, bolling. Hp.

Russian (Dvoretsky)

κύρτωμα: ατος τό
1 кривизна, горбатость (μεταφρένου Luc.; κατα τὴν ῥάχιν Diod.);
2 воен. полукруг, дугообразный строй (μηνοειδές Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κύρτωμα: τό, κυρτότης, καμπή, τοῦ ὀστέου κ., ἡ φυσικὴ αὐτοῦ ἐξωτερικὴ κύρτωσις, Ἱππ. Ἀγμ. 758· μεταφρένου Λουκιαν. π. Ἀπαίδ. 7· τὸ κατὰ τὴν ῥάχιν κ. Διόδ. 2. 54. 2) τὸ σφαιροειδὲς ἢ στρογγύλον σχῆμα πλήρους κύστεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814· οἴδημα, πρήξιμον, ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40, κ. ἀλλ.· ἡ κοιλία ποτηρίου, Ἀθήν. 488C· ― ἐπὶ παρατάξεως στρατοῦ, μηνοειδὲς ποιῶν, τὸ κύρτωμα Πολύβ. 3. 113, 8, κτλ.

Greek Monolingual

το (Α κύρτωμα) [[κυρτῶ, -όω]]
κυρτότητα, το κυρτό μέρος κάθε σώματος ή φυσικού και τεχνητού σχηματισμού ή κατασκευάσματος, καμπούρα (α. «κύρτωμα του οστού» β. «κύρτωμα της αψίδας» γ. «γένη καμήλων... ἀνατετακότων τὸ κατὰ τὴν ῤάχιν κύρτωμα», Διόδ.)
νεοελλ.
η ενέργεια του κυρτώνω, κύρτωση
αρχ.
1. στρογγυλότητακύρτωμα ἀσκοῦ», Ιπποκρ.)
2. το εξογκωμένο μέρος ποτηριού («ἄλλα δὲ δύο [ποτήρια] κατὰ τὸ κύρτωμα μέσον ἐξ ἀμφοῑν τοῑν μεροῖν μικρά», Αθήν.)
3. οίδημα, πρήξιμο
4. ψευτοεγκυμοσύνη, ανεμογκάστρι
5. η παράταξη στρατού σε σχήμα ημισελήνου ή τόξου.