λαδοπουλειό

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Greek Monolingual

το
μαγαζί λαδέμπορου, λαδάδικο, ελαιοπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + -πουλειό (< πωλεῖον < πώλης < πωλῶ), με κώφωση του -ω- σε -ου-, καταβιβασμό του τόνου και συνίζηση (πρβλ. κρασοπουλειό, κρεατοπουλειό)].