λαμπίκος

From LSJ

Greek Monolingual

ο
1. είδος αποστακτήρα που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών με απόσταξη, ο άμπικας
2. καθετί λαμπρό, διαυγές ή καθαρό (α. «το λάδι είναι λαμπίκος» β. «έκανα το πάτωμα λαμπίκο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < αραβ. alambik < ἄμπυξ «διάδημα»].