λαχανιάζω

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

λαχανιάζω)
ασθμαίνω, αναπνέω με δυσκολία, αγκομαχώ, κοντανασαίνω, ιδίως μετά από τρέξιμο ή ανέβασμα σε ύψωμα ή σε σκάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναχανιάζω < αναχαίνω «έχω το στόμα μου ανοιχτό», με ανομοίωση ή πιθ. να αποτελεί σημασιολογικά εξελιγμένο και μορφολογικά μεταπλασμένο τ. του ρ λαχανίζω, που χρησιμοποιήθηκε για άλογα τα οποία τρέχουν και βόσκουν στο χορτάρι].

Translations

pant

Albanian: dihat; Bulgarian: пъхтя, задъхвам се; Catalan: panteixar; Chinese Mandarin: 喘氣, 喘气, 喘息, 氣喘吁吁; Czech: supět, funět, ztěžka/zrychleně dýchat; Dutch: hijgen; Esperanto: anheli; Finnish: huohottaa, läähättää, puuskuttaa; French: haleter; Galician: abarquiñar, acorar, arfar, alasar, ampear; German: hecheln, keuchen, schnaufen; Greek: αγκομαχάω, ασθμαίνω, βαριανασαίνω, λαχανιάζω; Ancient Greek: ἀνασθμαίνω, ἄνω ἔχειν τὸ πνεῦμα, ἀπνοέω, ἀσθμάζω, ἀσθμαίνω, ἀσπαίρω, ἀσπαρίζω, δυσπνοέω, ἐξασθμαίνω, μαιμάω, πνευματιάω, πνευστιάω, πνευστιῶ, πνέω, σπαίρω, φυσιάω; Hungarian: liheg, zihál; Icelandic: mása; Italian: ansare, ansimare, boccheggiare; Japanese: 喘ぐ; Latin: anhelo; Luxembourgish: hechelen; Maori: kahekahe, kuhakuha, whakahotuhotu, huatare, whakaaeaea, taretare, tūngāngā, kihakiha; Old English: sworettan; Ottoman Turkish: صولومق; Persian: رخیدن; Polish: dyszeć; Portuguese: ofegar, arfar, arquejar; Russian: пыхтеть, задыхаться, запыхаться, запыхаться; Scottish Gaelic: plosg; Spanish: jadear, harbar, acezar, resollar, resolgar; Swedish: flämta, flåsa; Tagalog: hingalin; Walloon: panti, haner