λελυμένως

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λελῠμένως Medium diacritics: λελυμένως Low diacritics: λελυμένως Capitals: ΛΕΛΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: lelyménōs Transliteration B: lelymenōs Transliteration C: lelymenos Beta Code: lelume/nws

English (LSJ)

Adv., (λύω mildly, chronically, of fever, Hp.Coac.470, cf. Gal.16.672; openly, freely, τι περί τινος δηλῶσαι Chio Ep.7.3.

German (Pape)

[Seite 28] adv. zum part. perf. pass. zu λύω, gelöst, zerstreut, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

λελῠμένως: ἐπίρρ. (λύω) χαλαρῶς, βραδέως, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 194.

Greek Monolingual

λελυμένως (Α)
επίρρ.
1. ήπια, μαλακά
2. απροκάλυπτα, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λελυμένος, μτχ. του λέλυμαι, παρακμ. του λύομαι].