λιθοκονία

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

η
μίγμα τσιμέντου, άμμου και σκύρων το οποίο χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία, το σκυρόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + κονία (< κόνις). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].