λιποπτόλεμος

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐποπτόλεμος Medium diacritics: λιποπτόλεμος Low diacritics: λιποπτόλεμος Capitals: ΛΙΠΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: lipoptólemos Transliteration B: lipoptolemos Transliteration C: lipoptolemos Beta Code: lipopto/lemos

English (LSJ)

λιποπτόλεμον, leaving the war, Nonn. D. 35.389.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποπτόλεμος: -ον, ὁ ἐγκαταλείπων τὸν πόλεμον, Νόνν. Δ. 35.389.

Greek Monolingual

λιποπτόλεμος, -ον (Α)
αυτός που εγκατέλειψε τον πόλεμο, τη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + πτόλεμος (επικ. τ. του πόλεμος)].

German (Pape)

der den Krieg verlassen, aufgegeben hat, Nonn. D. 35.389.