τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
κάνω κάτι στιλπνό επαλείφοντας το με λούστρο, στιλβώνω, γυαλίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustrare «γυαλίζω, στιλβώνω»].