λυκοφωλιά

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

η
1. φωλιά λύκου, λυκότρυπα
2. μτφ. οικογένεια ή ομάδα κακοποιών στοιχείων, ανθρώπων αιμοβόρων και αρπάγων.