μίκα

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

η
η μαρμαρυγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mica «ψήγμα» (πρβλ. αγγλ. και γαλλ. mica)].