μαρκάρω
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
Greek Monolingual
και μαρκαρίζω
1. βάζω μάρκα πάνω σε ένα αντικείμενο, χαράσσω ή σταμπάρω κάποιο αντικείμενο με χαρακτηριστικό εμπορικό ή αναγνωριστικό σήμα («μαρκάρισα τα μαντίλια μου»)
2. διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάποιον ανάμεσα σε πολλούς («τον μαρκάρισα από μακριά»)
3. (για σερβιτόρο) παραδίδω στον μαρκαδόρο του καταστήματος τις μάρκες που αντιστοιχούν στην αξία τών ποτών φαγητών ή γλυκών που σερβίρισα στους πελάτες και στο τέλος τίς εξαργυρώνω καταβάλλοντας το σύνολο τών εισπράξεων που πραγματοποίησα
4. (σε ομαδ. αθλήματα) εμποδίζω, αναχαιτίζω αντίπαλο παίκτη χωρίς να παραβαίνω τους κανόνες του αθλήματος
5. μτφ. εντυπώνω στη μνήνη μου, χαράζω στο μυαλό μου
6. (για ρούχα) παρουσιάζω ελάττωμα
7. (μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) μαρκαρισμένος, -η, -ο
α) σημειωμένος, σημαδεμένος
β) μτφ. σεσημασμένος («αυτός είναι μαρκαρισμένος πορτοφολάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marcare].