ματσούκα

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

και ματσούχα, η (Μ ματσούκα)
χοντρό ρόπαλο που καταλήγει σε σφαιροειδή όγκο, χοντρό ραβδί, μπαστούνι («θα αρπάξω καμιά ματσούκα να δεις»
μσν.
μτφ. πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mazzoca < μσν. λατ. maxuca].