μεγεθυντικός
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που αυξάνει, που μεγαλώνει το μέγεθος ενός αντικειμένου, αυξητικός («η μεγεθυντική δύναμη του φακού»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεγαθυντικά
γραμμ. ουσιαστικά ονόματα, παράγωγα από άλλα ουσιαστικά, τα οποία δηλώνουν μεγέθυνση της αρχικής έννοιας του ουσιαστικού ή αυτόν που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό, όπως π.χ. «παιδί-παίδαρος
πλάτη-πλατάρα» / «κεφάλι-κεφαλάς / λεφτά-λεφτάς»
3. φρ. μεγεθυντική συσκευή
τεχνολ. συσκευή που χρησιμοποιείται στη φωτογραφική τέχνη για τη λήψη μεγεθυμένων αντιτύπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγεθύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].