μεδέουσα

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Russian (Dvoretsky)

μεδέουσα: ἡ [f к μεδέων покровительница, хранительница: Σαλαμῖνος μ. HH = Ἀφροδίτη; μ. τόξων Eur. = Ἄρτεμις.

German (Pape)

s. μεδέων.