μεθυσοχάρυβδις

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθῠσοχάρυβδις Medium diacritics: μεθυσοχάρυβδις Low diacritics: μεθυσοχάρυβδις Capitals: ΜΕΘΥΣΟΧΑΡΥΒΔΙΣ
Transliteration A: methysochárybdis Transliteration B: methysocharybdis Transliteration C: methysocharyvdis Beta Code: mequsoxa/rubdis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, wine-Charybdis, nickname for a drunken woman, Com.Adesp.1077.

German (Pape)

[Seite 114] ἡ, die Wein-Charybdis, kom. für Weinsäuferinn, Phryn. in B. A. 51.

Greek (Liddell-Scott)

μεθῠσοχάρυβδις: [ᾰ], -ιος, ἡ, κρασοχάρυβδις, κωμικὸν ὄνομα μεθυούσης γυναικός, Κωμ. Ἀνώνυμ. 271· πρβλ. ποντοχάρυβδις.

Greek Monolingual

μεθυσοχάρυβδις, ἡ (Α)
1. (κωμική ονομασία) γυναίκα που όταν μεθάει μεταβάλλεται σε Χάρυβδη
2. αυτή που κάνει κακό μεθύσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυσος + Χάρυβδις].