μεμύλληκε
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
διέστραπται, συνέστραπται, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μεμύλληκε: «διέστραπται, συνέστραπται» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μεμύλληκε (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «διέστραπται, συνέστραπται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του ρ. μυλλῶ].