μερσίνι

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

(I)
το μερσίνη
ο καρπός της μερσίνης.
(II)
το
άλλη κοινή ονομασία για το ψάρι μουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mersin].