μηκίζω

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source

Greek (Liddell-Scott)

μηκίζω: μηκύνω, Εὐστ. εἰς Διονύσ. Περ. 65.

Greek Monolingual

μηκίζω (Μ) μήκος
μηκύνω, εκτείνω.