μνημεῖον
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
Dor. μναμεῖον, Ion. μνημήϊον, τό,
A memorial, remembrance, record of a person or thing, μνημήϊα καταλιπέσθαι Hdt.2.126,135; λόγων φερτάτων μ. Pi.P.5.49, cf. A.Th.49, etc.; μνημεῖα ὅρκων = a record of the oaths, E.Supp.1204; μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀΐδια Th.2.41; μνημεῖα τῆς δαπάνης = visible memorials, Arist.Pol.1321a40; ἐνομίζομεν τὰς συμφορὰς ἱκανὰ μ. τῇ πόλει καταλελεῖφθαι, ὥστε μηδ' ἄν… ἐπιθυμεῖν Lys.34.1; τὰ παίδων μαθήματα θαυμαστὸν ἔχει τι μνημεῖον = the lessons of childhood cling strangely to the memory, Pl.Ti.26b; μνημεῖα καταλειφθῆναι τῶν μελλόντων ἔσεσθαι = to be left behind as reminders of things to come, Id.Phdr.233a.
2 of one dead, Simon.106 (pl.); μνημεῖ' Ὀρέστου… προσθεῖναι S.El. 933; of an urn containing the ashes of the dead, ib.1126; τύμβον χῶσον κἀπίθες μνημεῖά μοι E.IT702; τάφων τε καὶ τῶν ἄλλων μ. Pl.R. 414a; tomb, LXX Jo.13.6, Ev.Jo.5.28, SIG1234, etc.: generally, monument, Th.1.138, Pl.Criti.120c (pl.), X.HG2.4.17, IG14.1932 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 194] τό, ion. u. poet. μνημήϊον, = μνῆμα, Erinnerungszeichen, Andenken; ἔχεις λόγων φερτάτων μναμήϊα, Pind. P. 5, 49, der Worte Denkmal; Tragg., wie Aesch. Spt. 49; ὦ φιλτάτου μνημεῖον ἀνθρώπων, Soph. El. 1115, vgl. 921; μνημήϊα λιπέσθαι, Her. 2, 126. 135; ἐπίθες μνημεῖά μου, Eur. I. T. 702, vgl. 821; μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀΐδια ξυγκατοικίσαντες, Thuc. 2, 41, der es 1, 138 auch für Grabdenkmal braucht, was als seine Eigenthümlichkeit in den VLL. bemerkt ist; so auch Xen. Hell. 2, 4, 17. 3, 2, 15; Matth. 8, 28; ἔχων αὐτοῦ μνημεῖον ἐν τῇ ψυχῇ, Plat. Theaet. 192 a; μνημεῖα ἀνετίθεσαν, Critia. 120 c; auch τάφων τε καὶ τῶν ἄλλων μνημείων μέγιστα γέρα λαγχάνοντα, Rep. III, 414 a, u. μνημεῖα δ' αὐτοῖς καὶ θυσίας τὴν πόλιν δημοσίᾳ ποιεῖν, Gedächtniß feiern, VII, 540 b. Auch Erinnerung in Beziehung auf die Zukunft, μνημεῖα καταλειφθῆναι τῶν μελλόντων ἔσεσθαι, Phaedr. 233 a. Er sagt auch τὰ παίδων μαθήματα θαυμαστὸν ἔχει τι μνημεῖον, bleibt wunderbar im Gedächtniß, Tim. 26 b.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 souvenir;
2 signe pour rappeler un souvenir, monument commémoratif, urne contenant les cendres d'un mort, tombeau, mémorial.
Étymologie: μνήμη.
Russian (Dvoretsky)
μνημεῖον: ион. μνημήϊον, дор. μνᾱμήϊον τό
1 тж. pl. память, воспоминание, тж. памятник, след (μ. τινος ἐν τῇ ψυχῇ ἔχειν Plat.): μνημήϊα λιπέσθαι Her. оставить (по себе) память; μνημεῖά θ᾽ ὅρκων μαρτύρημά θ᾽ Ἑλλάδι Eur. в память о клятвенном союзе и как свидетельство для (всей) Эллады; μνημεῖα κακῶν τε κὰγαθῶν ἀΐδια Thuc. непреходящие доказательства дурных и добрых дел;
2 надгробный памятник (τινος ἐν τῇ ἀγορᾷ Thuc.);
3 могила (τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν NT);
4 свежесть памяти, сила воспоминания: θαυμαστὸν ἔχειν μ. Plat. удивительно хорошо запоминаться.
Greek Monolingual
μνημείο, το (ΑΜ μνημεῖον, Α δωρ. τ. μναμεῖον και ιων. τ. μνημήϊον)
1. αντικείμενο το οποίο ανακαλεί στη μνήμη πρόσωπο ή πράγμα, αντικείμενο για ενθύμηση, για ανάμνηση («μνημεῖα ὅρκων», Ευρ.)
2. οικοδόμημα το οποίο ανεγείρεται στον τάφο κάποιου προς τιμή και ανάμνησή του («στο ιερό περιβόλι... ξεχωρίζει ορθοστύλωτο ανάμεσα στα μνημεία τών πολέμαρχων», Παλαμ.)
3. τάφος («πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ», ΚΔ)
4. έργο αρχιτεκτονικό ή γλυπτικό ιδρυμένο προς τιμήν και ανάμνηση προσώπου ή γεγονότος (α. «το μνημείο του Φιλοπάππου» β. «μνημεῖον μὲν οὖν αὐτοῦ ἐν Μαγνησίᾳ ἐστὶ τῇ Ἀσιανῇ ἐν τῇ ἀγορᾷ», Θουκ.)
νεοελλ.
1. έργο τέχνης ή λόγου το οποίο θεωρείται ως αριστούργημα και ως λαμπρό δείγμα της εποχής κατά την οποία δημιουργήθηκε («το μνημείο του Παρθενώνα»)
2. (ειρωνικά) χαρακτηριστικό δείγμα («η αγόρευσή του ήταν μνημείο ασάφειας»)
3. φρ. α) «μνημεία λόγου» — τα συγγράμματα της αρχαιότητας («οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες είναι μνημεία λόγου»)
β) «ιστορικό μνημείο», μεμονωμένο αρχιτεκτονικό μνημείο ή ιστορικό σύνολο που κρίνεται διατηρητέο λόγω της εθνικής, ιστορικής, πολιτιστικής ή καλλιτεχνικής του αξίας
μσν.
στον πληθ. τὰ μνημεῖα
νεκροταφείο
αρχ.
1. ενθύμηση, ανάμνηση
2. κάλπη η οποία περιέχει την τέφρα νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. μνημεῖος/μνημήϊος (< μνῆμα + κατάλ. -ήϊος/εῖος)].
Greek (Liddell-Scott)
μνημεῖον: Δωρικ. μνᾱμεῖον, Ἰωνικ. μνημήιον, τό, ὡς τὸ μνῆμα, μνημόσυνον, Λατ. monimentum, πρᾶγμα ἀνακαλοῦν εἰς τὴν μνήμην πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, μνημήια λιπέσθαι Ἡρόδ. 2. 126, 135, πρβλ. Πινδ. Π. 5. 64, Αἰσχύλ. Θήβ. 49, κτλ.· μνημεῖα ὅρκων, πράγματα ἀναμιμνήσκοντα τοὺς ὅρκους, Εὐρ. Ἱκέτ. 1204· μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀΐδια Θουκ. 2. 41· μνημεῖα τῆς δαπάνης, σημειώσεις, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 7. - Ὁ Λυσίας καλεῖ τὰς συμφορὰς ὡς ἱκανὰ μνημεῖα, μείναντα εἰς τὴν πόλιν πρὸς ὑπόμνησιν εἰς τὸ μέλλον..., 213. 2· τὰ παίδων μαθήματα θαυμαστὸν ἔχει τι μνημεῖον, θαυμαστῶς προσκολλῶνται εἰς τὴν μνήμην, Πλάτ. Τίμ. 26Β· μνημεῖα καταλειφθῆναι τῶν μελλόντων ἔσεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 233Α. 2) ἐπὶ νεκροῦ, Σιμωνίδ. 111· μνημεῖ’ Ὀρέστου... προσθεῖναι Σοφ. Ἠλ. 933· ἐπὶ κάλπης περιεχούσης τὴν τέφραν τοῦ νεκροῦ, αὐτόθι 1126· οἰκοδόμημα ἐγερθὲν ἐπὶ τοῦ τάφου τινὸς πρὸς τιμὴν καὶ ἀνάμνησιν, Εὐριπ. Ι. Τ. 702, Θουκ. 1. 138, Πλάτ. Κριτί. 120C, Ξεν., κλ.· τάφος, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ε΄, 28.
Spanish
English (Strong)
from μνήμη; a remembrance, i.e. cenotaph (place of interment): grave, sepulchre, tomb.
English (Thayer)
μνημείου, τό;
1. "any visible object for preserving or recalling the memory of any person or thing; a memorial, monument" (Aeschylus, Pindar, Sophocles, and following); in Biblical Greek so in a sepulchral monument: οἰκοδομεῖν μνημεῖα, Josephus, Antiquities 13,6, 5.
2. in the Scriptures a sepulchre, tomb: Sept. for קֶבֶר, Isaiah 22:16, etc.
Greek Monotonic
μνημεῖον: Δωρ. μνᾱμεῖον, Ιων. μνημήϊον, τό, όπως το μνῆμα, Λατ. monimentum·
1. κάθε ενθύμημα, ανάμνηση, εγγραφή στη μνήμη που ανακαλεί πρόσωπο ή πράγμα, σε Ηρόδ., Αττ.
2. λέγεται για νεκρό, μνήμα, μνημείο προς τιμήν του, σε Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
μνημεῖον, δοριξ μνᾱμεῖον, ionic μνημήιον, ου, τό, like μνῆμα
1. Lat. monimentum, any memorial, remembrance, record of a person or thing, Hdt., Attic
2. of one dead, a monument, Soph., etc.
Chinese
原文音譯:mnhme‹on 尼姆按
詞類次數:名詞(42)
原文字根:提醒
字義溯源:記念,墓,墳墓,墳塋,記念碑;源自(μνήμη)=記憶);而 (μνήμη)出自(μιμνῄσκομαι)=記念), (μιμνῄσκομαι)出自(μνάομαι)=記住),而 (μνάομαι)又出自(μένω)*=住)。參讀 (μιμνῄσκομαι)同源字
出現次數:總共(42);太(7);可(9);路(9);約(16);徒(1)
譯字彙編:
1) 墳墓(35) 太27:52; 太27:53; 太27:60; 太28:8; 可6:29; 可15:46; 可16:2; 可16:3; 可16:5; 可16:8; 路11:44; 路11:47; 路11:48; 路23:55; 路24:2; 路24:9; 路24:12; 路24:22; 路24:24; 約5:28; 約11:17; 約11:31; 約11:38; 約12:17; 約19:42; 約20:1; 約20:1; 約20:2; 約20:3; 約20:4; 約20:6; 約20:8; 約20:11; 約20:11; 徒13:29;
2) 墳塋(4) 太8:28; 太23:29; 可5:2; 可5:3;
3) 墓(2) 太27:60; 可15:46;
4) 一座⋯墳墓(1) 約19:41
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό μιμνῄσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
τό tumba de la que tomar ciertos elementos πρὸς ἡλίου δυσμὰς, ἔχων οὐσίαν τοῦ μνημείου, λέγε al ponerse el sol, teniendo una entidad mágica procedente de una tumba, di P IV 435 λαβὼν καλαβοῦτιν ἰχωροφαγόντα, ἐν τοῖς μνημείοις εὑρισκόμενον toma una salamanquesa que coma sangre, encontrada en las tumbas P VII 186 en la que hacer alguna operación ῥοδοδάφνας τρῖψον μετὰ ὄξους καὶ ῥάντισον τὰ πρόθυρα τοῦ μνημείου tritura hojas de adelfa con vinagre y rocía la entrada de la tumba SM 97re 2 ἔξαψον (τὸ στέμμα) τοῦ μνημείου suspende la corona de la tumba SM 97re 5
Lexicon Thucydideum
monumentum, monument, 1.138.5, 2.41.4, 5.11.1.
Translations
memorial
Albanian: memorial; Arabic: نُصْب, نُصْب تَذْكَارِيّ; Armenian: հուշարձան, հիշատակ; Belarusian: мемарыя́л, по́мнік, па́мятнік; Bulgarian: па́метник, мемориа́л; Catalan: monument commemoratiu; Chinese Mandarin: 紀念館, 纪念馆, 紀念碑, 纪念碑; Czech: památník, pomník; Danish: mindesmærke; Dutch: herdenkingsplaats; Esperanto: memorejo; Estonian: memoriaal; Finnish: muistomerkki; French: mémorial; Georgian: მემორიალი; German: Denkmal, Mahnmal; Greek: μνημείο; Ancient Greek: ἀνάθημα, ἐπίδειγμα, μνάμα, μνᾶμα, μναμεῖον, μναμόσυνον, μνῆμα, μνημεῖον, μνήμη, μνημήϊον, μνημόνευμα, μνημόριον, μνημόσυνον, ὑπόμνημα; Hebrew: אַנְדְּרָטָה / אַנְדַּרְטָה; Hungarian: emlékmű; Japanese: 記念物; Korean: 기념물(紀念物); Latin: monumentum; Latvian: memoriāls; Lithuanian: memorialas; Norwegian Bokmål: minnesmerke; Nynorsk: minnesmerke; Persian: یادواره, یادبود; Plautdietsch: Denkjmol; Polish: memoriał, pomnik; Portuguese: monumento comemorativo; Russian: мемориал, памятник; Scottish Gaelic: cuimhneachan; Slovak: pamätník, pomník; Slovene: spomenik; Spanish: monumento conmemorativo; Swedish: minnesmärke; Turkish: anıt, abide; Ukrainian: меморіа́л, па́м'ятник