μορφόχρους

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Greek Monolingual

μορφόχρους, -ουν και, -οος, -οον (Α)
(πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ευμορφόχρους) αυτός που έχει ωραίο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδόχρους)].