οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
μουνορύχας: μονορύχης, ὃ ἴδε.
α;adj. m. dor.qui creuse avec une seule pointe (pioche).Étymologie: μόνος, ὀρύσσω.