μουνορύχας

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek (Liddell-Scott)

μουνορύχας: μονορύχης, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

α;
adj. m. dor.
qui creuse avec une seule pointe (pioche).
Étymologie: μόνος, ὀρύσσω.