νευρίτιδα
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Greek Monolingual
η
ιατρ. βλάβη νεύρου ανεξάρτητα από την αιτιολογία της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevrite < νεύρο + κατάλ. -ίτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. νευρῖτις, μαρτυρείται από το 1878 στον Αν. Αναγνωστάκη].