νηρόν
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek (Liddell-Scott)
νηρόν: «τὸ ταπεινὸν [ὑδατεινόν, Schmidt]» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νηρόν, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ταπεινόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το νηρός ή με το νέρθε δεν θεωρείται πιθανή].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: τὸ ταπεινόν H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not to νέρθε with Fick, KZ 43 (1909-1910)149. I don't understand why Chantraine connects νῆρις 2.