νιαούρισμα

From LSJ

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source

Greek Monolingual

το νιαουρίζω
1. η φωνή της γάτας
2. μονότονη και πολύ ενοχλητική ανθρώπινη φωνή.