νοομαντεία

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

η
η ικανότητα του να μαντεύει κανείς τις σκέψεις του άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + μαντεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].