νοοσύνθετος

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek (Liddell-Scott)

νοοσύνθετος: ὁ ἐκ τοῦ νοῦ σύνθετος, Ἐπίγραμμ. πρὸ τῶν Σχολ. Μαξίμου εἰς Διον. Ἀρεοπ.

Greek Monolingual

νοοσύνθετος, -ον (Α)
αυτός που έχει συντεθεί από τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + σύνθετος (πρβλ. κακοσύνθετος, λεπτοσύνθετος)].