νοσιαίος

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source

Greek Monolingual

νοσιαῖος, -αία, -ον (Μ)
(για μάχη) αιματηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μετωπιαίος)].