ξαναπλάθω

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

και ξαναπλάσσω (Μ ξαναπλάσσω)
1. φτειάχνω κάτι από την αρχή, ξανακάνω
2. δημιουργώ ξανά, αναπλάθω
νεοελλ.
μέσ. ξαναπλάθομαι και ξαναπλάσσομαι
α) πλάθομαι εκ νέου
β) μεταβάλλομαι ριζικά («ήλλαξες απ' ό,τι ήσουνε κι όλος εξαναπλάστης», Ερωτόκρ.).