ξεγυμνώνω

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

ξεγυμνώνω και ἐξεγυμνώνω και ξηγυμνώνω)
1. αφαιρώ όλα τα ενδύματα κάποιου, γδύνω τελείως κάποιον
2. καταληστεύω («ξεγύμνωσαν το σπίτι οι κλέφτες»)
3. (σχετικά με ξίφος) βγάζω από τη θήκη
νεοελλ.
1. μτφ. αποκαλύπτω τα μυστικά, τις αδυναμίες ή τα ελαττώματα κάποιου, ξεσκεπάζω τελείως
2. φρ. «σπαθί ξεγυμνωμένο»
(για πρόσ.) άνθρωπος με κοφτερό μυαλό και πολύ δραστήριος
μσν.
1. (σχετικά με πτηνό) μαδώ τα φτερά, ξεπουπουλίζω
2. (το μέσ.) ξεγυμνώνομαι
μτφ. αποστερούμαι, χάνω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεγυμνωμένος, -η, -ον
α) γυμνός
β) μισόγυμνος
γ) φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-γυμνώνω (αόρ. ἐξ-εγύμνωσα), βλ. και λ. ξ(ε)-].