ξελογιάζω

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

1. ξεμυαλίζω, μωραίνω, παίρνω τα λογικά κάποιου
2. παραπλανώ, εξαπατώ («τον ξελόγιασε με ψεύτικες υποσχέσεις»)
3. (ενεργ. και μέσ.) εκμαυλίζω, αποπλανώ (α. «ξελόγιασε τη μικρή» β. «ξελογιάστηκε με μια παντρεμένη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + λογιάζω].