ξεράβω

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

ανοίγω τις ραφές ενδύματος, ξηλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + ράβω].