ογκαρίζω

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

ὀγκαρίζω (Α)
ογκανίζω, γκαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. του ὀγκῶμαι (βλ. και λ. γκαρίζω)].