ολοκαυτώ

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

(I)
ὁλοκαυτῶ και ὁλοκαυστῶ, -έω (Α) ολόκαυτος
προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα («ἐθύετο καὶ ὡλοκαύτει χοίρους τῷ πατρίῳ νόμῳ», Ξεν.).
(II)
ὁλοκαυτῶ, -όω (ΑΜ) ολόκαυτος
προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα.