ονησίπολις

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

ὀνησίπολις και δωρ. τ. ὀνασίπολις, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι ωφέλιμος για την πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνησις + πόλις, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.