οξύτονος

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀξύτονος, -ον)
1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.)
2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία
αρχ.
1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο
2. το ουδ. ως ουσ. το ὀξύτονον- (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.
επίρρ.
οξυτόνως (ΑΜ ὀξυτόνως)
με οξύ τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ-τονος].

Translations

oxytone

Esperanto: oksitona; French: oxyton; German: oxyton, oxytonisch; Greek: οξύτονος; Ancient Greek: ὀξύτονος; Hebrew: מִלְּרַע‎; Hungarian: oxiton, végéles; Latin: oxytonus; Portuguese: oxítono; Spanish: oxítono