ουρεσιβώτης

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

οὐρεσιβώτης, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος οὐρεσιβώτας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι του οὖρος -εος (V), ιων. τ. του όρος (ΙΙ) + -βώτης (< βόσκω), πρβλ. ιπποβώτης].