οἰκοδομική
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Russian (Dvoretsky)
οἰκοδομική: ἡ (sc. τέχνη) строительное искусство, зодчество Plat., Arst.
English (Woodhouse)
(see also: οἰκοδομικός) art of building