οἰκτρόφωνος

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκτρόφωνος Medium diacritics: οἰκτρόφωνος Low diacritics: οικτρόφωνος Capitals: ΟΙΚΤΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: oiktróphōnos Transliteration B: oiktrophōnos Transliteration C: oiktrofonos Beta Code: oi)ktro/fwnos

English (LSJ)

οἰκτρόφωνον, with piteous voice, Sch.Il.17.5.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτρόφωνος: -ον, ὁ ἔχων οἰκτράν, ἐλεεινὴν φωνήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 5.

Greek Monolingual

οἰκτρόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει οικτρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ισχυρόφωνος, λαμπρόφωνος].