πένθεια

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πένθεια Medium diacritics: πένθεια Low diacritics: πένθεια Capitals: ΠΕΝΘΕΙΑ
Transliteration A: péntheia Transliteration B: pentheia Transliteration C: pentheia Beta Code: pe/nqeia

English (LSJ)

ἡ, poet. form of πένθος, A.Ag.430 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 554] ἡ, poet. Nebenform von πένθος, Aesch. Ag. 419.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πένθεια -ας, ἡ poët. voor πένθος.

Russian (Dvoretsky)

πένθεια: ἡ Aesch. = πένθος.

Greek Monolingual

ἡ, Α πένθος
(ποιητ. τ.) η κατάσταση του πένθους.

Greek Monotonic

πένθεια: ἡ, ποιητ. τύπος αντί πένθος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πένθεια: ἡ, ποιητ. τύπος τοῦ πένθος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 430.

Middle Liddell

πένθεια, ἡ, [poetic form of πένθος, Aesch.]