πέπεισθι

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monotonic

πέπεισθι: αντί πέποιθε, προστ. αμτβ. παρακ. του πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πέπεισθι: Aesch. imper. pf. 2 к πεῖθω.