πέπεισθι
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek Monotonic
πέπεισθι: αντί πέποιθε, προστ. αμτβ. παρακ. του πείθω.
Russian (Dvoretsky)
πέπεισθι: Aesch. imper. pf. 2 к πεῖθω.