παιδοτροφώ
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
(ΑΜ παιδοτροφῶ, -έω, Α δ. γρφ. παιδιοτροφῶ, -έω) παιδιοτρόφος
ανατρέφω παιδιά
μσν.
παθ. παιδοτροφοῦμαι, -έομαι
(για φυτό) αυξάνομαι, μεγαλώνω.