Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
-η, -ο
1. αυτός που είναι σύμφωνος με παλιότερη μόδα («παλιομοδίτικα ρούχα»)
2. αυτός που είναι σύμφωνος με παλαιότερα πρότυπα («παλιομοδίτικες αντιλήψεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + μόδα + κατάλ. -ίτικος].