πασατέμπος
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
Greek Monolingual
ο, και πασατέμπο, το
1. σπόροι διαφόρων φυτών, κυρίως της κολοκυθιάς, οι οποίοι τρώγονται συνήθως αλατισμένοι και καβουρντισμένοι
2. φρ. «για πασατέμπο» — για να περνάει η ώρα («ήμουνα ο πασατέμπος σου για να περνάει η ώρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passa-tempo (< passo «περνώ» + tempo «ώρα, χρόνος»)].