πασατέμπος

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

ο, και πασατέμπο, το
1. σπόροι διαφόρων φυτών, κυρίως της κολοκυθιάς, οι οποίοι τρώγονται συνήθως αλατισμένοι και καβουρντισμένοι
2. φρ. «για πασατέμπο» — για να περνάει η ώρα («ήμουνα ο πασατέμπος σου για να περνάει η ώρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passa-tempo (< passo «περνώ» + tempo «ώρα, χρόνος»)].