παχυσκελής

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχυσκελής Medium diacritics: παχυσκελής Low diacritics: παχυσκελής Capitals: ΠΑΧΥΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: pachyskelḗs Transliteration B: pachyskelēs Transliteration C: pachyskelis Beta Code: paxuskelh/s

English (LSJ)

παχυσκελές, thick-legged, Lyr.Adesp.21, Gal.6.322, Adam.2.31.

German (Pape)

[Seite 540] ές, dickschenkelig, dickbeinig, poet. bei Plut. non posse 21 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux grosses jambes.
Étymologie: παχύς, σκέλος.

Russian (Dvoretsky)

πᾰχυσκελής: толстоногий Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχυσκελής: -ές, ὁ ἔχων παχέα τὰ σκέλη, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1101F, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχνοσκελής, Γαλην. τ. 6. 322, 11.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει παχιά, χοντρά σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυσκελής].