παχύδερμος
English (LSJ)
παχύδερμον,
A thick-skinned, Arist. GA783a2: Comp., ib.782b5.
2 metaph., dull, stupid, Men.Epit. 574, Luc.Tim.23.
German (Pape)
[Seite 539] dickhäutig, Arist. gen. anim. 5, 3 u. Folgde; Sp. auch übertr., dumm, vgl. Luc. Tim. 23; Schol. Ar. Nubb. 1239.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
épais, lourd, stupide.
Étymologie: παχύς, δέρμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παχύδερμος -ον [παχύς, δέρμα] met dikke, verdikte huid; overdr. lomp:. παχύδερμος ἦσθα καὶ σύ, νοῦν ἔχειν δοκῶν ook jij bent kennelijk stompzinnig, al leek je slim te zijn Men. Epitr. 1114.
Russian (Dvoretsky)
πᾰχύδερμος: (ῠ)
1 толстокожий (ζῷα Arst.);
2 тупой, непонятливый, глупый (ἀπειρόκαλος καὶ π. Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
παχύδερμος: -ον, ὁ ἔχων παχὺ τὸ δέρμα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 10. 2) μεταφορ., νωθρός, βλάξ, Λουκ. Τίμ. 23.
Greek Monolingual
-η, -ο / παχύδερμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει παχύ δέρμα, χονδρόπετσος
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που δεν έχει ευαισθησίες και λεπτότητα στους τρόπους, χοντροκομμένος, αναίσθητος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παχύδερμα
ζωολ. όρος που αναφέρεται σε ορισμένα θηλαστικά με παχύ και σχεδόν γυμνό, δηλ. άτριχο δέρμα, καθώς και ονομασία που δόθηκε παλαιότερα από τον Κυβιέ σε μεγάλα χορτοφάγα θηλαστικά, όχι όμως μηρυκαστικά, όπως είναι οι ελέφαντες (προβοσκιδοειδή), τα χοιροειδή (χοιρόμορφα) και τα ιπποειδή (περισσοδάκτυλα)
αρχ.
μτφ. νωθρός, βλάκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. λεπτό-δερμος].