πεχά
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
χημ. ποσοτικό μέτρο της οξύτητας ή της αλκαλικότητας τών υδατικών ή άλλων υγρών διαλυμάτων, το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στη χημεία, τη βιολογία, την ιατρική, την αγρονομία κ.ά. επιστήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διεθνή όρο pΗ, ο οποίος έχει σχηματιστεί από τα αρχικά τών λ. potentiel Hydrogene «δυναμικό υδρογόνου»].