πλάττω

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάττω Medium diacritics: πλάττω Low diacritics: πλάττω Capitals: ΠΛΑΤΤΩ
Transliteration A: pláttō Transliteration B: plattō Transliteration C: platto Beta Code: pla/ttw

English (LSJ)

Att. for πλάσσω.
II πλάττομαι, v. πλάζω (A).

French (Bailly abrégé)

att. c. πλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλάττω, Ion. πλάσσω, poët. aor. ἔπλασσα en πλάσσα, vormen vormen, boetseren:; ἐκ γαίης... πλάσσε... παρθένῳ... ἴκελον (Hephaestus) vormde het evenbeeld van een meisje uit aarde Hes. Op. 70; π. καθάπερ ἐκ κηροῦ πόλιν als uit was een stad boetseren Plat. Lg. 746a; overdr..; ἑαυτόν π. zichzelf vormen Plat. Resp. 500d; πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῖς μύθοις πολὺ μᾶλλον hun ziel veeleer met mythen vormen Plat. Resp. 377c; in een vorm brengen:. τὸ στόμα π. de mond in een bepaalde positie brengen Plat. Crat. 414d. verzinnen:; λόγους verhalen Soph. Ai. 148; δόξω πλάσας λέγειν het zal lijken dat ik verzinsels vertel Hdt. 8.80.2; ook med..; πλάσασθαι ψεύδη leugens bedenken Xen. An. 2.6.26; προφάσεις πλάττονται zij verzinnen uitvluchten Dem. 19.215; med. een houding aannemen, zich een houding geven. Thuc. 6.58.1.
πλάττω zie πλάζω.

German (Pape)

att. = πλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

πλάττω: атт. = πλάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πλάττω: Ἀττ. ἀντὶ πλάσσω.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. πλάσσω.

Greek Monotonic

πλάττω: Αττ. αντί πλάσσω.

Mantoulidis Etymological

(=δίνω σέ κάτι μορφή, διαπλάθω). Δέν εἶναι βέβαιη ἡ ρίζα του. Ἴσως παράγεται ἀπό ρίζα πλαθ+j+ω = πλάττω. Ἴσως ἀκόμη ἀπό ρίζα πλατ- (πλατύς) ἤ ἀπό ρίζα πλακ-.
Παράγωγα: πλάσις (=μόρφωση), κατάπλασις, πλάσμα (=ὁμοίωμα), κατάπλασμα, πρόπλασμα, πλασματίας (=ψεύτικος), πλασματικός, πλασμός, μεταπλασμός, πλαστέον, πλάστης, πλαστήριον, πλαστικός, πλαστός, ἀδιάπλαστος, εὔπλαστος, καταπλαστός, ἔμπλαστρον, κοροπλάθος (=αὐτός πού φτιάχνει κοῦκλες), πηλοπλάθος.